Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης της Κέρκυρας
ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΠΟΥ ΑΦΙΕΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ, ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΟ ΤΑΒΑΝΙ, ΤΑ ΓΥΨΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΘΟΥΣΕΣ TOY ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΙΓΛΗ, ΚΑΙ ΘΥΜΙΖΟΥΝ ΣΚΗΝΙΚΑ ΒΓΑΛΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΕΠΟΧΗΣ BRIDGERTON ΣΤΟ NETFLIX.
Το καταλαβαίνω, είναι δύσκολο. Είναι δύσκολο εμείς να συνεχίζουμε να μιλάμε για τέχνη και μουσεία, ενώ κάθε ώρα που περνά πληροφορούμαστε ένα σωρό θλιβερές ειδήσεις. Παιδιά που αγαπούν το θέατρο δέχονται σεξουαλική βία, άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας μιας διακοπής ρεύματος, και μέτρα ενάντια στην πανδημία του κορωνοιού που απαγορεύουν την κυκλοφορία στους πολίτες μετά τις έξι το απόγευμα. Όμως, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, οι καλλιτέχνες συνεχίζουν να δίνουν ζωή σε έργα, τα μουσεία λειτουργούν ψηφιακά και η ανάγκη του μυαλού μας να βρει καταφύγιο στην καλλιτεχνική έμπνευση κρίνεται μεγαλύτερη από ποτέ. Ας ξεχάσουμε λοιπόν, έστω και για μερικά λεπτά, την καταιγίδα αρνητικών ειδήσεων που δεχόμαστε και ας ταξιδέψουμε νοητά σε ένα ελληνικό νησί, την Κέρκυρα. Εκεί, ο ρυθμός της ζωής παραμένει αργός και οι κάτοικοι δεν έχουν επηρεαστεί έντονα από τους περιορισμούς του κορωνοιού, μιας και τα κρούσματα είναι λίγα.
Στο κέντρο του νησιού, ακριβώς στην καρδιά του, στέκεται εντυπωσιακό το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης. Ξεχωρίζει από το ιδιαίτερο χρώμα του μαλτέζικου πωρόλιθου και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικοδόμημα της περιόδου της Αγγλοκρατίας (1814-1864) στα Επτάνησα. Γι’ αυτό, θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα το τι πρόκειται να δει ένας επισκέπτης του μουσείου.
Αρχικά, κατασκευάστηκε για να λειτουργεί ως ανάκτορο του Ύπατου Βρετανού Αρμοστή Sir Thomas Maitland και η δημιουργία του ανατέθηκε στον Sir George Whitmore. Ο Whitmore, μηχανικός του βρετανικού στρατού και αρχιτέκτονας, σχεδίασε ένα νεοκλασικό κτίσμα ρυθμού Αντιβασιλείας (Regency Style), ακολουθώντας τις αρχές του νεοπαλλαδιανισμού και της αναβίωσης της αρχαίας ελληνικής τέχνης που επικρατούσαν στην Αγγλία.
Το 1864, κατά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, το ελληνικό κράτος πρόσθεσε στην κυριότητά του το συγκεκριμένο ανάκτορο, ένα οικοδόμημα του οποίου τότε το μέγεθος ξεπερνούσαν μόνο τα Ανάκτορα του Όθωνα (η σημερινή Βουλή των Ελλήνων). Ακολούθησαν διάφορες αλλαγές στη χρήση του μέχρι, εν τέλει, το 1928 να γίνει το μουσείο που γνωρίζουμε και αγαπάμε σήμερα. Πυρήνας του υπήρξε η συλλογή-δωρεά του Γρηγορίου Μάνου, πρέσβη της Ελλάδας στην Αυστρία. Μεταγενέστερα, προστέθηκαν κι άλλες δωρεές ιδιωτικών συλλογών, όπως αυτή του Νικολάου Χατζηβασιλείου και του Χαρίλαου Χιωτάκη.
Πολλά είναι τα στοιχεία εκείνα που κάνουν μια επίσκεψη στο μουσείο αλησμόνητη. Πρώτον, το κτήριο από μόνο του. Τα χρώματα στους τοίχους, το ζωγραφισμένο ταβάνι, τα γύψινα, και οι αίθουσες που διατηρούν ακόμη τη βασιλική αίγλη και θυμίζουν σκηνικά βγαλμένα από τη σειρά εποχής Bridgerton στο Netflix. Έπειτα, τα εκθέματα. Δεν έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, αλλά και γενικά στην Ευρώπη, την ιδιαίτερη αισθητική της Ασίας κι έτσι σίγουρα προκαλούν εντύπωση. Και βέβαια, οι μικρές λεπτομέρειες. Το ξύλινο πάτωμα που τρίζει μελωδικά από τα βήματα των επισκεπτών. Οι πλουμιστές κουρτίνες που χορεύουν με τον θαλασσινό αέρα απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα. Και η θέα στο Παλαιό Φρούριο της πόλης και στη μικρή, γραφική παραλία Φαληράκι.
Βγαίνοντας από το μουσείο, η καλλιτεχνική έμπνευση δεν σταματά. Ο επισκέπτης μπορεί να συνεχίσει την περιήγησή του στη Δημοτική Πινακοθήκη που βρίσκεται ακριβώς δίπλα. Ή να περπατήσει προς το προσφάτως ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ή, ακόμη καλύτερα, να ανέβει στην κορυφή του Παλαιού Φρουρίου ή του Νέου. Επίσης, εάν η μέρα βρίσκεται στην αρχή της, προλαβαίνει να επισκεφτεί και το Αχίλλειο, μία από τις γνωστότερες βασιλικές επαύλεις της Ευρώπης, ή το Αρχαιολογικό Μουσείο Παλαιόπολης που βρίσκεται μέσα στο πάρκο του ανακτόρου Μον Ρεπό. Είναι και τα δύο σε κοντινή απόσταση από το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, περίπου είκοσι λεπτά μακριά με το αυτοκίνητο.
Δεν γνωρίζω την πορεία των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας, όμως μαντεύω πως ούτε και φέτος θα ταξιδέψουμε άνετα στο εξωτερικό για τις διακοπές μας. Έτσι, μια εκδρομή έως την Κέρκυρα, που λόγω των ξένων επιρροών θυμίζει πιο πολύ Ιταλία ή Μάλτα παρά Ελλάδα, σίγουρα δίνει τη γεύση και την έμπνευση ενός νέου τόπου που τόσο μας έχει λείψει.