The King's Gambit
ΕΝΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΣΟΛΙΣΤ ΠΙΑΝΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΕΣΤΟΥΝΗ
“Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΑΠΛΑΘΕΙ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. ΕΓΩ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΧΩ ΜΑΘΕΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΠΩΣ ΝΑ ΟΡΓΑΝΩΝΩ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΜΟΥ, ΠΩΣ ΝΑ ΒΑΖΩ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΡΑΓΩ ΚΑΤΙ, ΠΩΣ ΝΑ ΕΧΩ ΚΙΝΗΤΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ, ΠΩΣ ΝΑ ΑΠΑΙΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΑ”
Πρωινό Τρίτης. Έχοντας κάνει μια στάση στο ανθοπωλείο της γειτονιάς για μερικά λουλούδια, τον ενημέρωσα με γραπτό μήνυμα πως σε λίγη ώρα θα είμαι εκεί και τον ρώτησα τι καφέ πίνει. Μαντεύω ότι δεν πίνει καφέ. Μου απάντησε “μοκατσίνο”, άρα όντως δεν πίνει καφέ. Φορτωμένη με δυο περίπου-καφέδες, μερικά μπισκότα και φρέσκα λίλιουμ, χτύπησα το κουδούνι του λίγη ώρα αργότερα κι εκείνος με υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο.
Στο σαλόνι του δεσπόζουν ένα μαύρο με ουρά πιάνο και αφίσες συναυλιών με το όνομα KONSTAΝΤINOS DESTOUNIS σε κεφαλαία, μεγάλα γράμματα. Μετά από δυο τρεις γουλιές καφέ, ξεκινήσαμε τη συζήτηση, δοκιμάζοντας παράλληλα τα μπισκότα.
“Ξέρεις τι σημαίνει πιάνο;” με ρωτάει. “Πιάνο σημαίνει σιγανά. Ο πρόγονος του πιάνου είναι το τσέμπαλο που δεν είχε διακυμάνσεις δυναμικής. Είτε πατούσες τη νότα με δύναμη είτε απαλά, είχε την ίδια ένταση. Αργότερα, οι κατασκευαστές έφτιαξαν ένα τσέμπαλο το οποίο είχε και μια μικρή διακύμανση στην ένταση. Αυτό εξελίχθηκε. Ο απόγονος του τσέμπαλου είναι το φορτεπιάνο, δηλαδή το όργανο που παίζει δυνατά και σιγανά. Χάριν συντομίας, βγήκε το “φόρτε” και έμεινε το “πιάνο”. Βέβαια, αν μιλήσεις τώρα με κάποιον Ιταλό, δε θα σου πει ότι παίζει πιάνο. Θα σου πει πως παίζει πιανοφόρτε.”
Παρά το εντυπωσιακό βιογραφικό του, ο Κωνσταντίνος Δεστούνης παραμένει απλός και σεμνός, χωρίς να αναφέρεται στις διακρίσεις του αν δεν τον ρωτήσεις. Ούτε έχει διάθεση να σε διορθώσει αυστηρά, αν κάνεις κάποιο μουσικό λάθος, ούτε σε κρίνει, αν δεν γνωρίζεις έναν δημοφιλή κλασικό συνθέτη. Και η μόνη τηλεοπτική σειρά που έχει δει τον τελευταίο καιρό είναι το “The Queen’s Gambit” επειδή οι συνεχείς διαγωνισμοί, το σασπένς και τα ταξίδια της πρωταγωνίστριας θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δική του πορεία ως πιανίστας.
Για δέκα περίπου χρόνια, ο Κωνσταντίνος έπαιρνε μέρος σε διαγωνισμούς πιάνου. “Αυτοί οι διαγωνισμοί είναι ένας από τους κυριότερους τρόπους για να την ανέλιξη κάποιου στον χώρο. Εμένα με γνώρισε ο κόσμος από τις διακρίσεις μου σε αυτούς. Συνήθως η επιτροπή του διαγωνισμού θα με καλούσε να παίξω σε κάποια συναυλία. Από εκεί με γνώριζαν άλλοι διοργανωτές και αυτές οι γνωριμίες εξελίσσονται διακλαδωτά από τα 14 μου χρόνια,” εξηγεί.
“Έμαθα πολλά από τους διαγωνισμούς και κυρίως από τον πρώτο που δεν διακρίθηκα. Αυτός ήταν ο πιο ευεργετικός για εμένα. Ήμουν 19 χρονών και είχα πάει σε έναν τεράστιο διαγωνισμό στη Νότια Αφρική. Το πρώτο βραβείο ήταν 60.000 ευρώ. Μέχρι τότε, είχα συνηθίσει να νικάω όπου πηγαίνω και όπως πάντα είχα προετοιμαστεί πολύ καλά. Για κακή μου τύχη, κληρώθηκα να παίξω στις 9:00 το πρωί κι εγώ δεν είμαι πρωινός τύπος. Eκτός απ’ αυτό, έμενα σε ένα σπίτι-παλάτι με πισίνα στο μπαλκόνι, αλλά το υπνοδωμάτιο δεν είχε παντζούρια, ούτε βαριές κουρτίνες. Έτσι ο ήλιος έμπαινε φαρδύς πλατύς τα ξημερώματα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Στον δεύτερο γύρο του διαγωνισμού λοιπόν, δεν έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό και δεν πέρασα. Και έμεινα να έχω κάνει ένα μεγάλο ταξίδι, να έχω αποκλειστεί πολύ νωρίς στον διαγωνισμό και να μην έχω καν παίξει όλο το πρόγραμμα που είχα προετοιμάσει για να παίξω. Τότε έμαθα ότι δεν έχω άλλη επιλογή από το να είμαι πάντα τέλειος. Δεν υπάρχει ελαστικότητα ή επιείκεια, αν είναι να κάνω αυτό το πράγμα.”
“Μετά, γυρίζω στον καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο και, συζητώντας τα νέα για τον διαγωνισμό, του λέω με αγανάκτηση: ‘Δεν μου αρέσει το παίξιμό μου! Ό,τι και να κάνω, μου ακούγεται χάλια. Κάθε φράση που παίζω θεωρώ ότι θα μπορούσα να την κάνω πολύ καλύτερη.’ Με κοιτάει με ένα χαμόγελο και μου λέει: ‘Κώστα, προοδεύεις’.”
- Πώς αντιμετωπίζονται στον χώρο οι γυναίκες πιανίστες; τον ρωτάω γεμάτη περιέργεια.
- Όπως αντιμετωπίζονται και οι άντρες. Δε γίνονται διακρίσεις στον χώρο της σολιστικής. Όσον αφορά τον χώρο της σύνθεσης, δυστυχώς στην ιστορία υπάρχουν ελάχιστες γυναίκες, αλλά πλέον κι αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει. Στις μέρες μας είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό γυναικών συνθετριών που διακρίνονται. Το ίδιο ισχύει και για τις μαέστρους. Πριν χρόνια, δεν έβλεπες γυναίκα διευθύντρια ορχήστρας, μόνο άντρες. Σήμερα, για πήγαινε σε ένα σεμινάριο διεύθυνσης ορχήστρας. Ή για δες ποιοι είναι διευθυντές σε μεγάλες ορχήστρες, ελληνικές και ξένες. Πάρα πολλές γυναίκες. Οπότε δεν υπάρχουν πλέον διαφορές, νομίζω.
- Τι μπορεί να επηρεάσει το παίξιμό σου σε μια συναυλία; (Αναρωτιέμαι, μιας και εμένα από τα βίντεό του στο διαδίκτυο μου μοιάζει πάντα άψογος και αλάνθαστος.)
- Αν είσαι έτοιμος, αν δηλαδή έχεις κάνει την κατάλληλη προετοιμασία και έχεις μάθει καλά τα κομμάτια, το πώς θα είναι η απόδοση στη σκηνή είναι τελείως τυχαίος παράγοντας. Μου έχει τύχει να παίξω συναυλία άυπνος και με 39 πυρετό και δε φαντάζεσαι πόσο ωραία πήγε. Αντίθετα, μου έχει τύχει να έχω κοιμηθεί καλά, να είναι όλα τέλεια, και στο τέλος να μην είμαι ευχαριστημένος από την απόδοσή μου. Είναι η μέρα σου ή δεν είναι η μέρα σου. Βέβαια, ένας ακροατής δε θα καταλάβει το πότε δεν είναι η μέρα κάποιου επαγγελματία σολίστα. Αλλά εμείς είμαστε οι πιο αυστηροί κριτές του εαυτού μας.
Επάνω στην ουρά του πιάνου, ο Κωνσταντίνος έχει στολίσει όλα τα δωράκια που έχει πάρει από τους μαθητές και τις θαυμάστριές του. Μια χειροποίητη κάρτα με αποσπάσματα απ’ τις παρτιτούρες των αγαπημένων του κομματιών, μια κασετίνα με πλήκτρα πιάνου, μια ασπρόμαυρη θήκη γυαλιών και η λίστα συνεχίζεται. Διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών και στο Εθνικό Ωδείο. Αυτή την περίοδο παρακολουθεί πάνω από 25 μαθητές που, όπως λέει ο ίδιος, δεν τον κουράζουν καθόλου, αλλά αντίθετα τον γεμίζουν.
- Πώς θα αντιμετωπίσεις έναν μαθητή που δε μοιάζει να έχει ταλέντο;
- Δεν κάνουμε τους μουσικούς μόνο για να γίνουν πρωταθλητές. Τους κάνουμε για να γεμίσει η ζωή τους, να ευχαριστηθούν, να κάνουν τέχνη, να το βρουν δημιουργικό αυτό το πράγμα. Η μουσική διαπλάθει τον χαρακτήρα. Εγώ μέσα από τη μουσική έχω μάθει απίστευτα πράγματα. Πώς να οργανώνω τη σκέψη μου, πώς να βάζω πρόγραμμα, πώς να παράγω κάτι, πώς να έχω κίνητρο για το καλύτερο, πώς να απαιτώ από τον εαυτό μου πράγματα. Γι’ αυτό τους μαθητές μου δεν τους βλέπω σαν άλογα κούρσας. Εννοείται πως αν κάποιος θέλει και έχει ταλέντο, τον παρακινώ να συμμετέχει σε διαγωνισμούς και τον σπρώχνω όπως πρέπει. Αλλά αν κάποιο παιδί δεν έχει ταλέντο, και πάλι πρέπει να κάνει μουσική και χαίρομαι να το κατευθύνω. Ειδικά αν έχει ζήλο να μάθει και έχουμε καλή χημεία. Με ανταμείβει πάρα πολύ και μάλιστα καμιά φορά ξεχνιέμαι στο μάθημα και κάθομαι παραπάνω. Όταν ένα παιδί προχωράει, προτιμώ να κάνω περισσότερο μάθημα, παρά να κάνω κάτι που θα έκανα στον ελεύθερό μου χρόνο. Επίσης, το παιδί εξελίσσεται. Ένα παιδί που στην αρχή δε μελετάει, μπορεί κάποια στιγμή να το δει αλλιώς. Το θέμα είναι να εμπνεύσεις το παιδί να συνεχίσει την ενασχόλησή του με το όργανο και να μην το αφήσει.
- Γιατί άφησες την Αγγλία και γύρισες στην Ελλάδα;
- Ωω, μεγάλο κεφάλαιο. Άλλαξε παράγραφο. Εδώ, είμαι ο πιο ευτυχής άνθρωπος του Παλαιού Φαλήρου. Είμαι ερωτευμένος με την Ελλάδα. Κοίτα πού βρίσκεσαι. Εδώ είναι ο χώρος μου. Έχω το πιάνο μου, τα CD μου, την άνεσή μου, τη βιβλιοθήκη μου. Στο Λονδίνο είχα ένα πολύ μικρό δωμάτιο και πλήρωνα ένα παχυλό ενοίκιο. Ποτέ δεν ήταν το Λονδίνο η βάση μου, γιατί έπαιζα όπου με καλούσαν. Οπότε σκέφτηκα “γιατί να στερούμαι όλα αυτά τα πράγματα και να μην πάω στο σπίτι μου και να ταξιδεύω από την Ελλάδα για συναυλίες στο εξωτερικό;” Το μόνο που με κρατούσε στην Αγγλία, όταν τελείωσα το διδακτορικό μου, ήταν η διδασκαλία στο Bachelor του Royal College of Music. Μ’ αρέσει πολύ η διδασκαλία και νομίζω πως με συμπαθούσαν και οι φοιτητές εκεί. Ήταν μια θέση που απολάμβανα, αλλά όχι κάτι που μπορούσε τελικά να με κρατήσει. Η Ελλάδα έχει πολλά περισσότερα πλεονεκτήματα.
Κι από εκεί και πέρα η συζήτησή μας ξέφυγε. Μιλήσαμε για τη σχέση της μουσικής με τα μαθηματικά, για τα βιβλία που διαβάζει και για τα μουσεία του Λονδίνου, καταλήγοντας στην Tate Modern και σε ένα μικρό μουσικό παράπονο.
- Μου αρέσει η σύγχρονη τέχνη, παρόλο που τα περισσότερα έργα δεν τα εκτιμώ, όπως και στη σύγχρονη μουσική. Λένε πολλοί: “Πω πω τι γράφανε την εποχή του Beethoven και του Mochart και τώρα γράφουν αυτές τις αηδίες”. Καθόλου σωστό. Γιατί την εποχή του Beethoven έγραφαν και τότε πολλά πράγματα που δεν αντέξαν στην ιστορία γιατί δεν ήταν ανάλογης ποιότητας. Οπότε τι κάνουμε; Συγκρίνουμε την κορυφή μιας εποχής, με το μέτριο μιας άλλης εποχής και συμπεραίνουμε ότι η μία είναι καλύτερη από την άλλη. Καμία σχέση. Και σήμερα γράφονται αριστουργήματα. Ας πούμε, εγώ θαυμάζω πολύ τα έργα του Ξενάκη. Και του Crumb, του Penderecki, του Ligeti.
Τον ευχαρίστησα για την υπέροχη κουβέντα κι εκείνος μου χάρισε ένα από τα CD του. Προλάβαμε να αποκτήσουμε και το δικό μας αστείο, καθώς του ζήτησα στο CD να μου ζωγραφίσει μια νεκροκεφαλή, όπως αυτές που ζωγραφίζει στις παρτιτούρες, στα σημεία εκείνα που πρέπει να προσέξει τον συγχρονισμό του με την ορχήστρα. Έφυγα έχοντας γνωρίσει έναν ειλικρινά ευγενικό και γεμάτο από τη ζωή βιρτουόζο, που δε χρειάζεται πολλά για να είναι ευχαριστημένος. Μονάχα ένα καλό πιάνο και παντζούρια στο υπνοδωμάτιο.
ΛΕΞΕΙΣ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Μαρίζα Καρύδη